μονοπώλια

μονοπώλια
μονοπώλιον
right of monopoly
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονοπώλια — μονοπώλια, ἡ (Α) [μονοπωλώ] το μονοπώλιο, η μονοπώληση, η αποκλειστική πώληση …   Dictionary of Greek

  • μονοπωλίας — μονοπωλίᾱς , μονοπωλία exclusive sale fem acc pl μονοπωλίᾱς , μονοπωλία exclusive sale fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοπωλίαν — μονοπωλίᾱν , μονοπωλία exclusive sale fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… …   Dictionary of Greek

  • ιμπεριαλισμός — Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος. Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως …   Dictionary of Greek

  • κρατικομονοπωλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο κράτος και στα μονοπώλια ή σχετίζεται με το κράτος και τα μονοπώλια 2. φρ. (οικον.) «κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός» στάδιο καπιταλιστικής εξέλιξης που χαρακτηρίζεται από την ανάδειξη τού κράτους σε σημαντική… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • монополия — (иноск.) исключительное право (намек на монополию исключительное право продажи чего либо) Ср. Предоставим говорить и делать глупости глупцам: это составляет их неотъемлемую монополию. Ср. Monopolium, исключительное право торговли чем либо. Ср.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Монополия — Монополія (иноск.) исключительное право (намекъ на монополію исключительное право продажи чего либо). Ср. Предоставимъ говорить и дѣлать глупости глупцамъ: это составляетъ ихъ неотъемлемую монополію. *** Ср. Monopolium, исключительное право… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • εθνικοποίηση — Το σύνολο των μέτρων με τα οποία παραγωγικές επιχειρήσεις ή και ολόκληροι τομείς της οικονομίας περιέρχονται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους. Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης εποχής και χρησιμοποιείται με πολλές παραπλήσιες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”